αἴγινος

αἴγινος
αἴγινος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αίγινος — αἴγινος, η, ον (Α) [αἴξ] 1. ο αιγικός* 2. ως ουσ. ονομασία τού φυτού κώνειο και τού δηλητηρίου που προέρχεται από αυτό …   Dictionary of Greek

  • αἰγίνοις — αἴγινος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγίνου — αἴγινος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴγιν' — αἴγινε , αἴγινος masc voc sg αἴγιναι , αἰγίνη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”